- ἔρεψα
- ἐρέφωcover with a roofaor ind act 1st sg (epic ionic)ἐρέπτομαιfeed onaor ind act 1st sg (homeric ionic)ῥέπωturn the scaleaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έρεψα — (κατά το έσκαψα βλ. πίν. 7 , αόρ. του ρ. ρέβω, που δε χρησιμοποιείται) → δες σημείωση για ρ. ρέβω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἐρέψας — ἐρέψᾱς , ἐρέφω cover with a roof aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐρέψᾱς , ἐρέπτομαι feed on aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρέβω — έρεψα, λιώνω, φθίνω, καταβάλλομαι, εξαντλούμαι: Η αρρώστια τον έρεψε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔρεψ' — ἔρεψι , ἔρεψις roofing fem voc sg ἔρεψα , ἐρέφω cover with a roof aor ind act 1st sg (epic ionic) ἔρεψε , ἐρέφω cover with a roof aor ind act 3rd sg (epic ionic) ἔρεψαι , ἐρέφω cover with a roof aor imperat mid 2nd sg ἔρεψαι , ἐρέπτομαι feed on… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρέβω — (ρέβω), έρεψα → δες έρεψα Σημειώσεις: (ρέβω) : σύμφωνα με το Ετυμολογικό Λεξικό του Ανδριώτη, προέρχεται από το έρρεψα < έρρευσα, αόρ. του αρχαίου ρ. ρέω, κατά το σχήμα έτριψα < τρίβω. Στη Μεγάλη Γραμματική του Τριανταφυλλίδη (1941, 347)… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επερέφω — ἐπερέφω (Α) στεγάζω («εἴ ποτέ τοι χαρίεντ ἐπὶ νηὸν ἔρεψα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερέφω «στεγάζω»] … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek